- αναρμάτωτος
- η , ο1) безоружный, невооружённый; неукреплённый (о крепости); 2) мор. неоснащённый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναρμάτωτος — η, ο (Μ ἀναρμάτωτος, ον) ο μη οπλισμένος, άοπλος νεοελλ. (για πλοία) ο μη εφοδιασμένος με τα αναγκαία για ταξίδι εξαρτήματα, παροπλισμένος … Dictionary of Greek